- ἐπωτίδα
- ἐπωτίδεςbeams projecting like ears on each side of a ship's bowsfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επωτίδα — η (AM ἐπωτίς) πληθ. επωτίδες δοκοί που προεξέχουν στις δύο πλευρές τής πρώρας πλοίου για να κρεμιέται η άγκυρα νεοελλ. 1. προεκβολή ξύλου ή σίδερου στο τοίχωμα πλοίου, όπου στερεώνουν ή κρεμούν αντικείμενα αρχ. μσν. 1. λαβή ποτηριού 2. εξάρτημα… … Dictionary of Greek
επωτίζω — [επωτίδα] σηκώνω την άγκυρα και την κρεμώ στην επωτίδα, καπονιάρω … Dictionary of Greek
επωτίδιος — ο [επωτίδα) αυτός που στερεώνεται στις επωτίδες τού πλοίου … Dictionary of Greek
επωτισμός — ο [επωτίζω] ανάρτηση τής άγκυρας από την επωτίδα, καπονάρισμα … Dictionary of Greek
καπόνι — Κοινή ονομασία ψαριών της οικογένειας των τριγλιδών, της ομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, που απαντούν σε όλες τις εύκρατες και τροπικές θάλασσες. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός στηθικού πτερυγίου, το οποίο φέρει 2 ή 3 ακτίνες μεγεθυμένες… … Dictionary of Greek